- ἐρευγμός
- ἐρευγ-μός, ὁ,A eructation, Id.Coac.138 (pl.), Arist.Pr.895b15.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἐρευγμός — eructation masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ερευγμός — ο (AM ἐρευγμός και ἐρυγμός) [ερεύγομαι (I)] η θορυβώδης εκβολή στομαχικού αερίου από το στόμα, το ρέψιμο … Dictionary of Greek
ἐρευγμοί — ἐρευγμός eructation masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐρευγμοῦ — ἐρευγμός eructation masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐρευγμούς — ἐρευγμός eructation masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐρευγμῶν — ἐρευγμός eructation masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐρευγμόν — ἐρευγμός eructation masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
έρευγμα — ἔρευγμα και ἔρυγμα, τὸ (Α) [ερεύγομαι (I)] 1. ερευγμός*, ρέψιμο, ιδίως για φαγητό που επιφέρει εμετό 2. στον πληθ. τὰ ἐρεύγματα τα πολυτελή εδέσματα (Γρηγ. Ναζ.) … Dictionary of Greek
έρευξις — ἔρευξις, ἡ (Α) [ερεύγομαι (I)] βλ. ερευγμός … Dictionary of Greek
έρυγμα — ἔρυγμα, τὸ (Α) [ερεύγομαι (I)] βλ. ερευγμός … Dictionary of Greek
ερεχμός — ἐρεχμός, ὁ (Α) διαφορ. τ. αντί ερευγμός. [ΕΤΥΜΟΛ. Αιολ. τ. τού ερεγμός*] … Dictionary of Greek